- πατρίδα
- η / πατρίς, -ίδος, ΝΜΑ1. η γη τών πατέρων, τών προγόνων, ο τόπος τής γέννησης, τής καταγωγής κάποιου («ἐμοὶ δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀνώνυμος, Σπάρτη», Αριστοφ.)2. (με στενότερη έννοια) η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κανείς και διαμένει κανονικά («καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῑθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῡ», ΚΔ)3. ο τόπος στον οποίο είναι κανείς εγκατεστημένος, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από εκεί, ο τόπος τής διαμονής («έπιασε καινούργια πατρίδα»)4. (με ευρύτερη έννοια) το έθνος με τα άτομα που τό αποτελούν, με το πάτριο έδαφος και με καθετί που από παράδοση συνδέει όσους ανήκουν σ' αυτό («περί τε πατρίδος μαχούμενοι καὶ τῆς ἰδίας σωτηρίας», Θουκ.)νεοελλ.1. ο τόπος τής πρώτης εμφάνισης ενός ζώου, φυτού ή άλλου πράγματος, η κοιτίδα («πατρίδα τού φοίνικα είναι η Αφρική»)2. συνεκδ. πρόσωπο ή πρόσωπα που κατάγονται από την ίδια χώρα ή από την ίδια πόλη, συμπατριώτες («γεια σου, πατρίδα»)3. το έθνος («η πατρίδα τίμησε τους ήρωες»)4. φρ. «τό 'πιασε πατρίδα» — μένει μόνιμα, δεν εννοεί να απομακρυνθείαρχ.1. φρ. «πατρίς πόλις» — η πάτρια πόλις, η πόλη τών προγόνων ή τής καταγωγήςβ. «ἡ κοινὴ πατρίς» — ο κάτω κόσμος, ο Άδης (Πλούτ.)2. παροιμ. «πατρὶς γὰρ ἐστι πᾱσ' ἵν' ἂν πράττη τις εὖ» — πατρίδα είναι όπου ευτυχεί κανείς (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρίς αποτελούσε αρχικά ποιητ. τ. τού θηλ. πάτριος (πρβλ. τις φρ. πατρὶς αἶα, πατρὶς γαῖα). Στη συνέχεια η λ. πατρίς, -ίδος ουσιαστικοποιήθηκε και απαντά μόνη της ήδη από τον Όμηρο].
Dictionary of Greek. 2013.